- ανταριάζω
- [αντάρα]1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω5. (-ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανταριάζω — ανταριάζω, αντάριασα, ανταριασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ανταριάζω : κυρίως με παθητική αξία κυριεύομαι από αντάρα (ομίχλη, καταχνιά ή ταραχή, αναστάτωση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταριάζω — (και ανταρεύω), ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, σκοτεινιάζω, αναστατώνω: Ήταν πολύ ανταριασμένος από τα λόγια που του είπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)